αλυσοδέσμιος
Смотреть что такое "αλυσοδέσμιος" в других словарях:
αλυσοδέσμιος — α, ο ο αλυσοδεμένος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλυση + δέσμιος] … Dictionary of Greek
άλυση — η (Α άλυσις εως) η αλυσίδα αρχ. κρίκος αλυσιδωτής πανοπλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με ρ. *wel(u) «στρέφω, συστρέφω, κυλιώ», η οποία απαντά και στους τ. ἔλυτρον, εἰλύω, ἕλιξ, η δε δάσυνσή της δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βεβαιότητα… … Dictionary of Greek